ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου … Dictionary of Greek
ροβολητά — Ν επίρρ. με κατολίσθηση, κατρακυλώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ, μέσω ενός ρηματ. επιθ. ροβολητός] … Dictionary of Greek
ροβολιστά — Ν επίρρ. με ροβόλισμα, κατρακυλιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ροβολιστός] … Dictionary of Greek
ροβόλημα — το, Ν [ροβολώ] 1. το να ροβολάει κανείς, να κατεβαίνει στην πλαγιά, κάθοδος από ύψωμα 2. κατρακύλισμα 3. εφόρμηση από πάνω προς τα κάτω … Dictionary of Greek
ροβόλισμα — το, Ν το να σπρώχνει κανείς κάτι για να ροβολήσει, για να κατρακυλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
ρόβολος — ο, Ν κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει < *ρεβό βολος (< ρέβω «γίνομαι ερείπιο, καταρρέω» + βόλος < βάλλω) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς: αμφιφορεύς), βλ. και λ. ροβολώ] … Dictionary of Greek
ροβολάω — (σπάν. ροβολώ), ροβόλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής